φυτοπαθολογία

φυτοπαθολογία
η
η παθολογία των φυτών, η επιστήμη που μελετά τις φυτονόσους (βλ. λ.) και τον τρόπο θεραπείας τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυτοπαθολογία — Με την ευρεία έννοια του όρου, είναι η επιστήμη που μελετά τις παθήσεις των φυτών, οποιοιδήποτε και αν είναι οι παράγοντες που τις προκαλούν. Στην πράξη όμως, για διδακτικούς σκοπούς, οι ασθένειες που προκαλούνται από τα ζώα και ειδικά τα έντομα …   Dictionary of Greek

  • φυτοπαθολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytopathologic < phytopathology (βλ. λ. φυτοπαθολογία). Το ουδ. τού επιθ., στον λόγιο τ. φυτοπαθολογικόν (Ινστιτούτον), μαρτυρείται από το 1815 στην… …   Dictionary of Greek

  • φυτοπαθολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στη φυτοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytopathologist < phytopathology (βλ. λ. φυτοπαθολογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αγρονομία — Το σύστημα των νομοθετικών διατάξεων για την αστυνόμευση των αγρών· η εποπτεία και η διαχείριση γενικά των αγροτικών κτημάτων· επίσης, το αξίωμα του αγρονόμου ή του επόπτη των αγρών στην αρχαία Αθήνα. (Γεωργ.)Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Καββάδας, Δημήτριος — (Κέρκυρα 1893 – 1971). Βοτανολόγος. Σπούδασε φυσικές επιστήμες στα πανεπιστήμια Αθηνών και Νανσί και ειδικεύτηκε στη φυτοπαθολογία στον Σταθμό Φυτοπαθολογικών Ερευνών του Παρισιού. Διετέλεσε τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στον… …   Dictionary of Greek

  • φυτοπαθολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοπαθολογία ή το φυτοπαθολόγο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτοπαθολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στη φυτοπαθολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”